Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

ΟΙ ΝΤΟΥΜΑΝΟΤΡΥΠΕΣ - ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ


(...) Ένα βράδυ ο Λαπαθιώτης ήταν καθισμένος σε μια πειραιώτικη ταβέρνα, με μια παρέα εργατόπαιδα κι έπινε κρασί. Κάποιος άγνωστος, αρκετά ύποπτος, είδος προστάτη της κακιάς ώρας, τον φωνάζει με τρόπο, ιδιαιτέρως, κι έπειτα από πολλές νουθεσίες του λέει:
- Η θέση σας δεν σας επιτρέπει να κάθεστε με τέτοια υποκείμενα.
Κι ο Λαπαθιώτης:
-Η θέση μου όμως μου επιτρέπει, υποθέτω κάτι άλλο. Να σε χέσω... Ή μήπως δεν μου επιτρέπει ούτε κι αυτό;!, και γυρίζει μεγαλοπρεπώς στην παρέα του (...)


Ντουμανότρυπες.
του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
άγνωστου συνθέτη.
---
Κάτω στου Μήτσου τον ντεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν ντουμανότρυπες κ' ένα γιαπί λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια.

Σουρτά- σουρτά με μπαμπεσιά ζυγώσαν οι ρουφιάνοι,
με ζούλα ήρθαν οι πούστηδες και μας εβάναν μπόστα:
τσιμπήσαν πρώτα τον Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλλιας,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα.

Πήραν τις ντουμανότρυπες, πήραν και τους λουλάδες,
πήραν και τις διμούτσουνες, τα δεκαοχτώ μαρκούτσια,
πήραν και τους ντερβίσιδες και στο πλεχτό τους πάνε

πήραν τον Μίκα το Ντουρντή, το τζε του Ντελαβέρη,
το Μπάμπουλα, το Μπούμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο,
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάτα, το θερίο,
πόκανε πέντε στην Παλιά και δώδεκα στ' Ανάπλι,
κι όταν μιλάη τσακίζεται και λέει: Όφ, τ' αδρεφάκι.
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια,
κι ο Λιάκος βαρυγκόμαγε, κι ο Λιάκος βλαστημούσε.

Λιάκο μ' τ' έχεις και θλίβεσαι, τ' έχεις κι αναστενάζεις;
Δεν κλαίω που με τσιμπήσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μον' κλαίω που μου τη σκάσανε κι ακόμα είμαι χαρμάνι...
- sarantakos.com
[Από την μελοποίηση, λείπει η δεύτερη στροφή.]




[Από την ταινία Μετέωρο και Σκιά, του Τάκη Σπετσιώτη.
Λαπαθιώτης ο Τάκης Μόσχος, Μ. Παπανικολάου ο Γ. Παλαμιώτης.]

(...) Ο Απόλλων προχώρησε σιωπηλός και τον ακολούθησε. Πέρασαν την πλατεία, που στις δύο άκρες της ακινητούσαν οι λευκοί όγκοι των αγαλμάτων κι έπειτα επέτρεψαν αριστερά στην 'αλλέα των στεναγμών' στο δρόμο που περνάει πάνω από το πελώριο μαρμάρινο χτίριο. Στη μαρκινή σειρά των πάγκων άλλα ζευγάρια καθόντουσαν και, σ' ένα απ' αυτά, αναγνώρισαν τον Τσιρίμη κάποιο ψηλό ναύτη. Καθώς είχε περάσει το χέρι του πίσω από λαιμό του συντρόφου του και του χάϊδευε το μάγουλο, σιωπηλός, κοιτώντας μπροστά του, ποιός ξέρει τί να σκεφτόταν η 'μαρκησία' και σε τί ερωτικές ονοροπολήσεις να παραδινόταν η φαντασία του. (...)

[Canavaccio, κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης, από το κεφάλαιο "Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου και οι ουσίες", εκδ. Heteron, 2008.]
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου