ΠΑΡΕΝΔΥΣΙΑ
Ο δολοφόνος μου ντύνεται γυναίκα.
Ξυρίζει το μουστάκι του. Παίρνει το τσιμπιδάκι του
και βγάζει αργά αργά τα φρύδια του.
Βάζει στα χείλη του κραγιόν, εκείνο το άγριο της παπαρούνας,
παίρνει μολύβι και σκιές.
Βάφει τα μάτια του στο χρώμα
του ηλιοβασιλέματος των καταδίκων.
Κυριαρχεί το μώβ με μια υποψία πράσινου -
φιλί που δεν δόθηκε ποτέ, λόγος που έμεινε στα δόντια.
Βγάζει από συρτάρι μια βεντάγια.
Πηγαίνει στον καθρέφτη.
Την ανοίγει με χάρη σπανιόλικη να του καλύψει
το πρόσωπο ως τα μάτια.
Ηδονικά κλείνει τα βλέφαρα.
Φώς μπαίνοντας λοξά από τις κουρτίνες, τα χρυσίζει.
«Είμαι ωραίος» ψιθυρίζει, «Είμαι ωραία».
«Θα βάλω την ξανθειά περούκα μου,
όταν σηκώσω το μαχαίρι
ν’ αστράψει, να τυφλωθεί σαν τυφλοπόντικας».
Τα μαλλιά του τώρα σέρνονται στο πάτωμα,
βάζει δυο χτενάκια μαργαριταρένια,
κάνει τσαλίμια, τη μέση του λυγίζει,
γελάει υστερικά, κατόπιν σοβαρεύεται,
θυμίζει τη μαντάμ Μποβαρύ
όταν άκουγε άμαξα να περνά στο χιόνι
κι εκείνη αφηρημένη κένταγε.
Φοράει μπιζού, καδένες, δαχτυλίδια,
γάντια της μπέλλ επόκ, σφίγγει στη μέση της τη ζώνη
την κάνει δαχτυλιδένια, βάζει γκερλαίν πίσω απ’ τ’ αυτιά του.
Είναι έτοιμος να με συνάντησει.
Να, τώρα βάζει το μαχαίρι στο πλεχτό τσαντάκι του,
Μια τελευταία ματιά, μια τελευταία πρόβα
πως θα μ’ αγκαλιάσει, επαναλαμβάνει τα ερωτόλογα
που θα μου λέει όλο το βράδυ μέχρι το ξημέρωμα,
μέχρι το χτύπημα,
μετράει τα φιλιά γλώσσα με γλώσσα,
σάρκα φλεγόμενη,
απ’ το αιδοίο της χύνονται ποτάμια.
Σβήνει το φώς. Ψάχνει γι’ αμάξι.
Νιφάδες στροβιλίζονται και λιώνουν στα σατέν γοβάκια της.
«Όλα όπως το πρόβλεψα», χαμογελάει σαρκαστικά,
«το χιόνι κάνει πιο διάφανο το δέρμα μου.
Αμαξά, παρακαλώ σιγά, μη βιάζεσθε.
Θέλω ν’ απολαμβάνω την πάχνη
που ναρκώνει την πόλη, όπως στα παραμύθια
με το απροσδόκητο τέλος,
τις τερατώδεις μεταμορφώσεις των ηρώων.
Ναι, έτσι, ευχαριστώ. Άνοιξτε το παράθυρο.
Όχι δεν κρυώνω. Η εσάρπα μου με προφυλάσσει.
Κοιτάξτε, όλα ακίνητα, σχεδόν απολιθώθηκαν
από τρόμο, σα να στάθηκε μπροστά τους ο θάνατος
με υψωμένο δάχτυλο.
Τι διεύθυνση; Αφαιρέθηκα, συγγνώμην,
οδός Ιωννίδων σαρανταδύο, στη Φρεαττύδα
και μη χτυπάτε τ’ άλογα σας δυνατά,
δεν ανέχομαι σκαιή συμπεριφορά στα ζώα,
τι ευγένεια που χει η κεφαλή του αλόγου,
ναί, ναι, ακριβώς στην πλατεΐτσα,
στο άγαλμα του πορφύρα με τις φτέρες.
Θα σας δώσω κάτι παραπάνω
αν σταματήσετε να βλαστημάτε,
σας είπα, πιο σιγά,
δεν έχει σημασία αν αργήσουμε.
Με περιμένουν.
Ούτως ή άλλως.
- Ανδρέας Αγγελάκης, από την συλλογή "Τα Ποιήματα του Δολοφόνου μου" (1986).
-----
Sweet Transvestite - Rocky Horror Picture Show
From: FiltheeSepsis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου