Όσο ξαναγυρίζω στα κείμενα της Σούζαν Σόνταγκ τόσο την ανακαλύπτω ξανά και ξανά. Την διεισδυτική της ματιά, αυτή της αυθεντικής δοκιμιογράφου, που ανασκαλεύει ψάχνοντας την «ερμηνεία», το «μέσον», τον «σκοπό», το ύφος ως θέμα μα και σκοπό.
Διαλέγω ένα κομμάτι από το βιβλίο Η Αισθητική της Σιωπής. Η μετάφραση και ο πρόλογος είναι της Νανάς Ησαΐα, εκδόσεις Νεφέλη, 1983.
2.
Η σκηνή αλλάζει σ’ ένα άδειο δωμάτιο.
Ο Ρεμπώ έχει πάει στην Αβυσσυνία για να κάνει την τύχη του με το εμπόριο των σκλάβων. Ο Βιτγκεστάιν, μετά από ένα διάστημα που εργάστηκε σαν δάσκαλος σ’ ένα χωριό, διαλέγει την ταπεινή δουλειά του νοσοκόμου. Ο Ντυσάν στρέφεται στο σκάκι. Αυτή την παραδειγματική αποκήρυξη του ταλέντου τους ο καθένας τη συνοδεύει συμπληρωματικά με τη δήλωση ότι θεωρεί τα προηγούμενα επιτεύγματά του στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στην τέχνη σαν μηδαμινά χωρίς σημασία.
Αλλά αυτή η εκλογή τους μιας οριστικής σιωπής δε μηδενίζει τη δουλειά τους. Αντίθετα, προσδίνει αναδρομικά μια πρόσθετη δύναμη και κυρίως σε ό,τι διακόπηκε – η απάρνηση του έργου τους γίνεται μια ακόμη αιτία επιβεβαίωσης της αξίας του, ένα δίπλωμα αναμφισβήτητης σοβαρότητας. Αυτή η σοβαρότητα έγκειται στο ότι δε θεωρείται η τέχνη (ή η φιλοσοφία ασκημένη σαν μια μορφή τέχνης: Βιτγκεστάιν) σαν κάτι του οποίου η σοβαρότητα διαρκεί για πάντα, σαν ένας «σκοπός», σαν ένας φορέας πνευματικών δοξασιών. Η πραγματικά σοβαρή στάση είναι αυτή που θεωρεί την τέχνη σαν ένα «μέσον» προς κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εγκαταλείποντας την τέχνη [...]
Αν και όχι πια μια εξομολόγηση, η τέχνη είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε μια απελευθέρωση, μια άσκηση στον ασκητισμό. Με τη βοήθειά της ο καλλιτέχνης εξαγνίζεται – από τον εαυτό του και, στο τέλος, από την τέχνη του την ίδια [...]
Η σιωπή, σαν κατάληξη, σημαίνει μια διάθεση για το έσχατο [...]
* Μπορείτε να διαβάσετε για την Σούζαν Σόνταγκ πιέζοντας εδώ
Αυτή η πράξη του Ρεμπώ με είχε συνεπάρει από τα εφηβικά μου χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφή